θαλασσόχρους
Смотреть что такое "θαλασσόχρους" в других словарях:
θαλασσόχρους — ουν (Μ θαλασσόχρους, ουν και οος, οον) ο θαλασσόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χροος (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά χρους, μελάγ χρους. Ο μσν. τ. θαλασσόχροος μαρτυρείται ασυναίρετος] … Dictionary of Greek
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
θαλασσόχρωμος — η, ο και θαλασσόχρους, ουν αυτός που έχει το χρώμα τής θάλασσας, γαλαζοπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονό χρωμος, πολύ χρωμος] … Dictionary of Greek